ἐπείσακτον

ἐπείσακτον
ἐπείσακτος
brought in from outside
masc/fem acc sg
ἐπείσακτος
brought in from outside
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επείσακτος — ἐπείσακτος, ον (Α) [επεισάγω] 1. αυτός που εισάγεται ή προέρχεται απ έξω, από άλλη χώρα («ἐπείσακτος σῑτος» «εἶναί φασι τὰς Ἀθήνας αὐτόχθονας οὐκ ἐπείσακτον γένος», Ευρ.) 2. αυτός που εισέρχεται από τον εξωτερικό κόσμο, που δεν προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • επεισακτός — ἐπεισακτός, ή, όν (Μ) φρ. «ἐπεισακτὸν κέρδος» τόκος …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ЧУДОТВОРЕЦ — [греч. Γρηγόριος ὁ Θαυματουργός] (ок. 213, г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) после 270, там же), свт. (пам. 17 нояб.), еп. Неокесарийский. Жизнь Основными источниками жизнеописания Г. Ч. являются: 1. «Благодарственная речь Оригену» …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”